οι δύο πόλεις
μία ιστορία για τις δικές μας μικρές διαδρομές
Σε δύο πόλεις, σε δύο σπίτια, σε δύο δωμάτια
ένα κορίτσι κι ένα αγόρι
κοιτάζουν από το παράθυρο.
Νυχτώνει τόσο γρήγορα·
ξεπροβάλλουν, βιαστικά τ’ αστέρια στο μαύρο τ’ ουρανού.
Σύννεφα τα χαϊδεύουν και τα κοιμίζουν.
Το κορίτσι και το αγόρι
τρυπώνουν
με τη φαντασία
τους
στα απέναντι μπαλκόνια.
Σε ιστορίες άλλων
αναπνέοντας τον αλμυρό χρόνο
που στέλνει το
λιμάνι.
Δεν γνωρίζονται, δεν συναντήθηκαν — ακόμα —
αν και ο ένας κοιτάζει προς τον άλλο.
Η πόλη τους χωρίζει
η θάλασσα τους απομακρύνει
η φασαρία τους απομονώνει.
Ακουμπάνε
στα ανθισμένα τους περβάζια
το αγόρι και το κορίτσι
παρατηρούν τη βροχή
να ξεπλένει το βάρος, την κούραση,
το γκρι του θυμού.
Απλώνουν τα χέρια τους να την αγγίξουν.
Στις μουσκεμένες χούφτες ξαφνικά
φυτρώνουν επτά χρωματιστά νήματα.
Οι άκρες από επτά λεπτές κορδέλες
μεγαλώνουν, ελίσσονται, αναρριχώνται με μιας
χάνονται στα σύννεφα
θέλουν να εξαφανιστούν
όπως απρόσμενα εμφανίστηκαν!
Αλλά τα χέρια κλείνουν σφιχτά,
κρατάνε με όλη τους τη δύναμη
τις ανθισμένες κλωστές,
τις τυλίγουν γύρω από τον καρπό
τραβώντας σιγά σιγά αυτό που ντροπαλά
ανθίζει πίσω απ’ την ομίχλη της πόλης.
Και ενώ μαζεύουν αργά τα νήματα προς το μέρος τους
αντί να πλησιάζει
αυτό που κάπου στο βάθος υπονοείται
αρχίζει να γλιστράει - απαλά και αθόρυβα
ολόκληρο το δωμάτιο, το σπίτι, ακόμα και η πόλη!
Σιγά σιγά σαλπάρουν
δυο κομμάτια γης πάνω στη θάλασσα.
Το κορίτσι, όλο τραβάει και περιπλέκει
τις χρωματιστές χορδές
σε αντικείμενα, έπιπλα, μονοπάτια,
δρόμους, ανθρώπους.
Ενώ το αγόρι
κατεβαίνει προς τη σκάλα και αγκαλιάζει
τα δέντρα, τα φώτα, τα αυτοκίνητα, τα κτήρια.
Τα μαλλιά τους ανεμίζουν, τα μάγουλα δυναμώνουν από το χαμόγελο,
οι ανάσες αυξάνονται από την ταχύτητα.
Ώσπου, φρενάρουν απότομα.
Τελείωσε η κορδέλα;
Κοιτάζουν μπροστά: η πόλη, η θάλασσα, ο κόσμος
όλα έχουν φύγει.
Αντικριστά, βρίσκονται για πρώτη φορά
το κορίτσι και το αγόρι.
Παύση και φυσικά σιωπή.
Όλος ο κόσμος σε μια στιγμή σα να στριμώχτηκε στα μάτια του αγοριού
που με λαχτάρα κοιτάζει το κορίτσι
και οι απαντήσεις σε όλες τις απορίες δίνονται
όσο το αγόρι μαγεύεται, στο βλέμμα του κοριτσιού.
Στα χέρια τους ξεκινάει και τελειώνει το χρωματιστό κουβάρι,
ανάμεσά τους μια σχισμή θάλασσας έχει απομείνει
ελάχιστη μα υπαρκτή.
Σκέφτονται, τι πρέπει να κάνουν.
Πιάνονται από το χέρι, ενώνουν τις ρίζες
της καμπύλης
τη δυναμώνουν.
Πλέκουν τη δική τους διαδρομή
από την αρχή.
τέλος